Η Γαρυφαλλιά Αναστασοπούλου, συντονίστρια του Δικτύου κατά της Ρατσιστικής Βίας, με αφορμή ένα επίσης εξαιρετικό κείμενο του καθηγητή Χριστόπουλου γράφει για το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να περνά από την ύπαρξη στην ανυπαρξία με αδιαπραγμάτευτο και χωρίς καμία έκπτωση, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.
Γράφει η Γαρυφαλλιά Αναστασοπούλου | Αρθρογραφία |T-zine.gr | 29.04.2023
Ένα εξαιρετικό κείμενο από τον Δημήτρη Χριστόπουλο μας θυμίζει ότι το άτομο θα πρέπει να μπορεί να περνάει από την ύπαρξη στην ανυπαρξία, με αδιαπραγμάτευτο και χωρίς καμία έκπτωση, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.
Όταν ήμασταν μικρές με την αδελφή μου, συνηθίζαμε να λέμε η μία στην άλλη “αν μου συμβεί αυτό ή εκείνο, το νου σου, μην τους αφήσεις να…”.
Αφορούσε κυρίως συνθήκες στις οποίες δεν είχαμε τον έλεγχο του εαυτό μας και το φόβο ότι κάποιοι άλλοι θα επέβαλαν τον τρόπο τους, πάνω μας – μάντεψε ποιοί. Μια μεγάλη αγωνία ήταν, θυμάμαι, το νοσοκομείο: Αν μπω στο νοσοκομείο και δεν μπορώ να αντιδράσω, πρόσεχε μην μου φορέσει η μαμά (μ)πιτζάμες με λουλουδάκια και ρομπίτσα… να προλάβεις να φέρεις τις φόρμες μου
Αυτές οι συζητήσεις, μεταξύ αστείου και σοβαρού, επισφραγισμένες με την ανάλογη συνωμοτική διάθεση, δήλωναν την εμπιστοσύνη του εαυτού μας στην άλλη. Ωστόσο, προϋπέθεταν παράλληλα την αγωνία του να βιώσουμε ένα πλαίσιο κατάργησης της αυτοδιάθεσης μας, τη στιγμή που αδυνατούσαμε να τη διεκδικήσουμε για πολύ αντικειμενικές συνθήκες.
Δουλεύοντας στο προσφυγικό και έχοντας, εκ των πραγμάτων, ανάμειξη στην ιδιωτικότητα του άλλου, πολλές φορές απέτυχα να διασφαλίσω αυτή τη συνθήκη σε ανθρώπους που ο τρόπος τους στη ζωή και το θάνατο ήταν διαφορετικός από τον κυρίαρχο στο κοινωνικό και κανονιστικό πλαίσιο υποδοχής τους (πχ μουσουλμάνοι).
Στην προσωπική μου ζωή χρειάστηκε αρκετές φορές να στριμωχτώ με άλλα άτομα, γύρω από ένα τάφο και σχεδόν συνωμοτικά να αποχαιρετήσουμε αγαπημένα μας άτομα που επέλεξαν και κατάφεραν να φύγουν όπως έζησαν, σε ένα διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο από ότι το κυρίαρχο (πχ πολιτική κηδεία).
Η περίπτωση της Ισμήνης Ζορμπά μου θύμισε μια άλλη, σπουδαία γυναίκα, τη Μαρίνα Γαλανού, που όπως επισημάνθηκε στο τέλος της ζωής της, έζησε σε έναν άλλο κόσμο και έφυγε σε έναν άλλο, έχοντας η ίδια, ως υπερασπίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τρανς άτομο, παίξει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την αλλαγή, με το ανεξάντλητο σθένος της. Την εμβληματική αυτή γυναίκα την αποχαιρετήσαμε ακριβώς με τον τρόπο που ήθελε (σε εκκλησία) χωρίς καμία έκπτωση, όπως ακριβώς νιώθω ότι έζησε και την είδα να εργάζεται.
Όσο μεγαλώνεις, θες – δε θες, η ζωή σου θα σε φέρει μπροστά στη συνθήκη του θανάτου σου, είτε ως ένα φευγαλέο φόβο, είτε ως μια χειροπιαστή πιθανότητα, είτε ως ένα επικείμενο τετελεσμένο. Αν το τέλος είναι ο σκοπός, με την έννοια του αναπόφευκτου προορισμού, και η ζωή είναι η πορεία προς αυτόν, το αξιακό πλαίσιο που επιλέγουμε να καθορίσει τη ζωή μας, είναι δικαίωμα μας να επηρεάζει και το τέλος μας. Οι δύο γυναίκες αυτές έδειξαν το δρόμο.
Και αυτή η διεκδίκηση, μπορεί να περνάει μέσα από πολύ προσωπικές διαδικασίες, αλλά εντάσσεται εντελώς στο πλαίσιο απόλαυσης των δικαιωμάτων μας ως πολίτες. Η μη απόλαυση βαραίνει πρωτίστως το κράτος μας, αλλά και το κοινωνικό σύνολο μέσα στο οποίο ζούμε και παύουμε να υπάρχουμε.
Ακολουθεί το επίσης εξαιρετικό κείμενο το Δημήτρη Χριστόπουλου.
Μυρσίνη Ζορμπά: “Και μια κηδεία – όχι – σαν όλων των ανθρώπων τις κηδείες”
του Δημήτρη Χριστόπουλου | news247
Είναι αδιανόητο να μην υπάρχει σε μια ολόκληρη Αθήνα μια αίθουσα για μια πολιτική κηδεία αντάξια των προσδοκιών των ανθρώπων που το επιθυμούν.
Υπάρχουν θάνατοι και θάνατοι. Κάποιοι που όχι μόνο σε βυθίζουν στο πένθος αλλά και στη σκέψη. Υπάρχουν θάνατοι που μαζί με την οδύνη που φέρνουν, αφήνουν μήνυμα. Αυτό ήταν κατεξοχήν εκείνο το τελευταίο κείμενο που διάβασε η Μυρσίνη Ζορμπά μαγνητοφωνημένο σε συνθήκες ρίγους στην κηδεία της. Η «ανυπαρξία»… Ό,τι πιο συνταρακτικό διαβάσαμε τον τελευταίο καιρό. Αυτό που διαβάστηκε από εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο όταν αναρτήθηκε αμέσως μετά το θάνατό της. Δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό. Πολλά γράφτηκαν, πολύ όμορφα, πολύ ανθρώπινα.
Θέλω να γράψω για την πολιτική κηδεία της Μυρσίνης. Πέραν λοιπόν του ανθρώπινου μηνύματος, πέραν του στοχαστικού και με βαθιά ενσυναίσθηση νοήματος, η κηδεία αυτή μας άφησε κι ένα ατόφιο πολιτικό μήνυμα. Ο θάνατος λοιπόν όχι μόνο ως συναισθηματική αγωγή και μαθητεία, που είπε ο Αντώνης Λιάκος στον επικήδειό του, αλλά και η τελετή της απώλειας ως πολιτειακή αγωγή.
Εξηγούμαι.
Το τελετουργικό δεν είναι απλό σύμβολο. Είναι περιεχόμενο και ουσία. Είναι πολιτικό γεγονός, θλιβερό για την ποιότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ότι φτάσαμε στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, σχεδόν πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, ώστε να αρχίσουν να γίνονται τέτοιες πανηγυρικά κοσμικές κηδείες.
Πολιτικές κηδείες γίνονται πλέον αρκετές στη χώρα, κυρίως στις μεγαλουπόλεις. Όμως, εγώ τουλάχιστον δεν έχω πάει σε καμία αντίστοιχη με αυτήν της Μυρσίνης. Στριμωχνόμαστε σε όλες τις πολιτικές κηδείες στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, στο υπόστεγο του χώρου υποδοχής για να μη μας διαλύει ο ήλιος ή η βροχή, η τελετή γίνεται με κάτι μικροφωνικές της πλάκας στο δωμάτιο τελετών δεξιά της υποδοχής όπου συνωστίζονται σε μια αίθουσα 70 τετραγωνικών τριψήφιος αριθμός ανθρώπων να ακούσουν τους λόγους και να συμμεριστούν το πένθος της οικογένειας. Δίπλα τα μεγάφωνα της εκκλησίας να βοούν και ο κόσμος να μην μπορεί να ακούσει τίποτε και να δυσφορεί.
Νιώθεις ένα αίσθημα παρείσακτου, ανεπιθύμητου, παραμερισμένου – και αυτό δεν είναι τυχαίο, είναι εμπρόθετο και συνειδητό εκ μέρους της Εκκλησίας και των εκπροσώπων του Υψίστου που έχουν την ευθύνη του χώρου.
Σαν να κάνουμε, τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, κηδείες σχεδόν στην παρανομία – το αίσθημα πάντως είναι αυτό. Λες και η ανθρώπινη βούληση να κηδευτείς πολιτικά είναι δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας αξίωση. Λες κι είσαι βήτα κατηγορίας πολίτης που δεν έχεις δικαίωμα σε μια άξια λόγου τελετή. Κι όμως, αυτό γίνεται συντριπτικά. Με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποιων κομμουνιστών ηγετών, όπως πχ. η μεγαλειώδης πολιτική κηδεία που έκανε το ΚΚΕ στον Χαρίλαο Φλωράκη το 2005, ή η αντίστοιχη κηδεία που έγινε πίσω από το Πάρκο Ελευθερίας στον προαύλιο χώρο που παραχωρήθηκε από τον Σύλλογο Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών για το Μίμη Δαρειώτη λίγους μήνες πριν.
Είναι όμως ντροπή για τη χώρα να μη δίνεται η δυνατότητα στον καθένα να κάνει μια αξιοπρεπή πολιτική κηδεία. Είναι απαράδεκτο ότι συστηματικά μέχρι σήμερα οι πολιτικές κηδείες εισπράττουν την καταφρόνια των δημοτικών και εκκλησιαστικών αρχών ως σαν να πρόκειται περί πράξεων ανήθικων και οιονεί παρανόμων. Είναι αδιανόητο να μην υπάρχει σε μια ολόκληρη Αθήνα μια αίθουσα –μα μια κλειστή εννοώ αίθουσα– η οποία να πληροί υγειονομικές προϋποθέσεις να υποδεχθεί μια πολιτική κηδεία αντάξια των προσδοκιών των ανθρώπων που το επιθυμούν.
Αν οι επιλογές μας στη ζωή είναι μια φορά προσωπική μας υπόθεση, η οποία ωστόσο δεσμεύεται και υποτάσσεται στους κοινωνικούς μας καταναγκασμούς, οι επιλογές μας για το πώς θέλουμε να κηδευτούμε είναι ακόμη πιο αυστηρά προσωπικές και μύχιες.
Ας ανοίξουμε τα μάτια μας σε πολιτικές κηδείες σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη να δούμε πώς κηδεύονται οι άνθρωποι σε εκκοσμικευμένες πολιτείες. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε άθεους ή κομμουνιστές. Θυμάμαι μεταξύ άλλων την συνταρακτική τελετή για την κηδεία του Ζαν Πολ Μπελμοντό που διοργάνωσε η προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας με τη μουσική υπόκρουση της μουσικής του Έννιο Μορικόνε από την ταινία «Ο Επαγγελματίας». Ο Μπελμοντό ούτε κομμουνιστής υπήρξε ούτε τίποτε σχετικό. Κρατούσε τις πολιτικές του πεποιθήσεις για τον εαυτό του και μόνο για τα δικαιώματα των ακροβατών πάλευε!
Ας μη νομίζουμε λοιπόν ότι οι πολιτικές κηδείες αφορούν μόνο μια ελίτ μορφωμένων αριστερών διανοουμένων ή διασημοτήτων. Όπως οι πολιτικοί γάμοι, αφορούν τον καθένα. Και θα έρθει η στιγμή που σιγά σιγά αυτό θα αρχίσει να γίνεται. Πρέπει να γίνει. Όταν ξεκίνησαν δειλά-δειλά οι πολιτικοί γάμοι στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ήταν δακτυλοδεικτούμενοι οι νεόνυμφοι. Πολύς κόσμος εισέπραξε αποδοκιμασία από το περιβάλλον του και καταφρόνια από την εκκλησία ωστόσο πλέον, οι πολιτικοί γάμοι είναι περισσότεροι από τους θρησκευτικούς. Και σιγά σιγά και οι αίθουσες των δημαρχείων που γίνονται οι τελετές είναι καλύτερες, μεγαλύτερες, ομορφότερες και καθαρότερες.
Η πολιτική κηδεία μας αφορά όλους. Είναι θέμα ισότητας και ελεύθερης διάθεσης του σώματός μας, όπως και η καύση. Το ιδιωτικό αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας –το ένα και μοναδικό στην Ελλάδα– θυμίζει το ένα και μοναδικό τζαμί που έχουμε στο Βοτανικό που χτίστηκε μετά κόπων σχεδόν δύο αιώνες μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους… Δεν γίνεται έτσι όμως. Πρέπει να αλλάξουμε.
Με το άκουσμα του θανάτου της, έγραψα πως όντως η ζωή και το έργο της Μυρσίνης Ζορμπά άνοιξε τους ορίζοντες για τα πιο ελπιδοφόρα οράματα της Ελληνικής Μεταπολίτευσης. Ο θάνατός της ανοίγει ακόμη έναν ορίζοντα. Αυτόν ώστε να μη χρειάζεται να είσαι Μυρσίνη Ζορμπά για να κηδευτείς πολιτικά με αξιοπρέπεια. Να γίνει η πολιτική κηδεία «σαν όλων των ανθρώπων τις κηδείες» που λέει κι ο ποιητής.
Μια αξιοπρεπής πολιτική κηδεία είναι ανθρώπινο δικαίωμα.