Now Reading
Απόφαση ΕΔΔΑ κατά Τουρκίας: Παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας η αυθαίρετη κράτηση τρανς σεξεργάτριας.

Απόφαση ΕΔΔΑ κατά Τουρκίας: Παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας η αυθαίρετη κράτηση τρανς σεξεργάτριας.

Avatar photo

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕΔΔΑ, εξέτασε την υπόθεση Duğan κατά Τουρκίας της 07.02.2023 (αρ. προσφ. 84543/17). Η υπόθεση αφορούσε την αυθαίρετη και άνευ ουσιαστικής δικαιολογίας κράτηση και στέρηση της ελευθερίας τρανς σεξεργάτριας υπό την αιτιολογία ότι “παρακώλυε τη κυκλοφορία οχημάτων προς άγραν πελατών”.

Το δικαστήριο αποφάσισε πως στην υπόθεση αυτήν παραβιάστηκε το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) [δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια – ουδείς δύναται να στερηθεί της ελευθερίας του εκτός από συγκεκριμένες και αυστηρά ορισμένες περιστάσεις], ωστόσο δεν έκρινε παραβίαση του Άρθρου 5 σε συνδυασμό με το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ [απαγόρευση της αρχής της μη διάκρισης]

Απόφαση ΕΔΔΑ κατά Τουρκίας: Παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας η κράτηση τρανς σεξεργάτριας επειδή “παρακώλυε τη κυκλοφορία οχημάτων”.

Αντιγράφουμε την απόφαση (χωρίς αλλαγές στην ορολογία που χρησιμοποιείται παρ’ ότι σε κάποια σημεία είναι αδόκιμη).

ΑΠΟΦΑΣΗ

Duğan κατά Τουρκίας της 07.02.2023 (αρ. προσφ. 84543/17)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μεταφορά της προσφεύγουσας, τρανς εργάτριας στο σεξ, σε αστυνομικό τμήμα επειδή παρακώλυε την κυκλοφορία των οχημάτων για να βρει πελάτη. Η ίδια ισχυρίστηκε ότι αυτό παραβίαζε το δικαίωμά της στην προσωπική ελευθερία και το δικαίωμά της στην απαγόρευση των διακρίσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 14 της Σύμβασης, αντίστοιχα.

Υποστήριξε αφενός ότι δεν υπήρχε λόγος να μεταφερθεί σε αστυνομικό τμήμα και να κρατηθεί εκεί για να της επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο, δεδομένου ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει και στον τόπο του συμβάντος και αφετέρου ότι τα διεμφυλικά άτομα στην Τουρκία αντιμετώπιζαν συχνά βία και διακρίσεις.

Όσον αφορά την καταγγελία βάσει του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η κράτηση της προσφεύγουσας για προληπτικούς σκοπούς δεν δικαιολογούνταν βάσει του άρθρου αυτού και διαπίστωσε παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας.

Όσον αφορά την καταγγελία βάσει του άρθρου 14 και τις επικαλούμενες διακρίσεις σε βάρος της προσφεύγουσας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ίδια παρέλειψε να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ως προς το ότι οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα λόγω της σεξουαλικής της ταυτότητας και προτίμησης. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5 παρ. 1,

Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1980 και κατοικεί στην Προύσα. Είναι διεμφυλικό άτομο το οποίο, κατά τον χρόνο υποβολής της προσφυγής, είχε αναγνωριστεί από το αστικό δίκαιο ως άνδρας. Ωστόσο, το Δικαστήριο στην απόφασή του χρησιμοποίησε το θηλυκό γένος για να αναφερθεί στην προσφεύγουσα, για να αντικατοπτρίζει την ταυτότητα φύλου που η ίδια έχει επιλέξει.

Σύμφωνα με την έκθεση της 12ης Μαρτίου 2014, την οποία συνέταξαν οι αστυνομικοί του Τμήματος Ηθικής της Προύσας:

α) ενημερώθηκαν ότι η προσφεύγουσα διέκοψε την κυκλοφορία και έθεσε σε κίνδυνο την ασφάλειά της προσπαθώντας να σταματήσει την πορεία των οχημάτων σε μια διασταύρωση για να κάνει τη δουλειά της ως πόρνη.

β) κατά την άφιξή τους, ρώτησαν την προσφεύγουσα σχετικά με τον σκοπό των ενεργειών της και απάντησε ότι επιχείρησε να προσελκύσει την προσοχή των πελατών.

γ) οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα για να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες επίσημες διαδικασίες.

δ) στο αστυνομικό τμήμα, πραγματοποιήθηκε έρευνα στο UYAP (εθνικό σύστημα πληροφοριών δικτύου του δικαστικού συστήματος) για να διαπιστωθεί εάν η προσφεύγουσα καταζητείτο από την αστυνομία, και διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν καταζητούμενη και

ε) της επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο 80 τουρκικών λιρών (περίπου 26 ευρώ) για διακοπή της κυκλοφορίας και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερη μετά από δυό περίπου ώρες.

Στις 27 Μαρτίου 2014 η προσφεύγουσα υπέβαλε ένσταση κατά του διοικητικού προστίμου, υποστηρίζοντας ότι η εν λόγω κύρωση της επιβλήθηκε λόγω της τρανς ταυτότητάς της. Η προσφεύγουσα ανέφερε στην ένστασή της ότι επιφυλάσσεται των νόμιμων δικαιωμάτων της να υποβάλει καταγγελία κατά των αστυνομικών που την οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα και της επέβαλαν το διοικητικό πρόστιμο.

Στις 9 Απριλίου 2014, το διοικητικό δικαστήριο ζήτησε από τη Διεύθυνση Ασφαλείας της Προύσας τα έγγραφα στα οποία στηριζόταν το διοικητικό πρόστιμο. Με την από 6 Μαΐου 2014 απάντησή της, η Διεύθυνση Ασφαλείας της Προύσας ενημέρωσε ότι το επίμαχο πρόστιμο επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 68/1, στοιχείο c, του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν.2918), καθώς είχε διαταράξει την κυκλοφορία στεκόμενη μπροστά από κινούμενα οχήματα με σκοπό να τα ακινητοποιήσει.

Στις 16 Οκτωβρίου 2014, το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της προσφεύγουσας με την αιτιολογία ότι η επίμαχη επιβληθείσα κύρωση ήταν σύμφωνη με τον νόμο.

Στις 10 Δεκεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία στο Συνταγματικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι κρατήθηκε αυθαίρετα στο αστυνομικό τμήμα λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού της. Ισχυρίστηκε ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμά της για απαγόρευση των διακρίσεων, καθώς και τα δικαιώματά της στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια και στον σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής.

Στις 15 Φεβρουαρίου 2017, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την καταγγελία της, κρίνοντας ότι δεν είχαν παρουσιάσει συγκεκριμένες πληροφορίες ή ευρήματα που να τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό ότι είχε υποστεί διακρίσεις λόγω της διεμφυλικής ταυτότητάς της.

Στην μειοψηφούσα γνώμη του, ο Πρόεδρος του τμήματος του Συνταγματικού Δικαστηρίου σημείωσε ότι η κράτηση στο αστυνομικό τμήμα για να γίνει έρευνα UYAP και να εκδοθεί διοικητικό πρόστιμο δεν ήταν κοινή πρακτική και ότι στην περίπτωση της προσφεύγουσας αυτά θα μπορούσαν εύκολα να επιτευχθούν στον τόπο του συμβάντος. Τόνισε ότι δεν είχε ασκηθεί καμία κατηγορία κατά της προσφεύγουσας όσον αφορά την πορνεία και ότι η έκθεση επιβολής διοικητικών κυρώσεων δεν περιείχε καμία σχετική πληροφορία. Δήλωσε επίσης ότι η προσαγωγή της στο αστυνομικό τμήμα για απλή έρευνα στο UYAP και η επιβολή διοικητικού προστίμου θα πρέπει να θεωρηθούν απόδειξη δυσμενούς διάκρισης λόγω γενετήσιου προσανατολισμού. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας της προσφεύγουσας δεν ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία και συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος να μην υφίσταται διακρίσεις σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην ελευθερία.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Α) ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΔΙΑΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ

Επικαλούμενη το άρθρο 5 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι οι αρχές της στέρησαν αυθαίρετα την προσωπική της ελευθερία λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού της. Υποστήριξε ότι για τις κατηγορίες εναντίον της για παρακώλυση της κυκλοφορίας των οχημάτων δεν υπήρχε λόγος να κρατηθεί στο αστυνομικό τμήμα.

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα εσωτερικά ένδικα βοηθήματα, καθώς δεν είχε ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Μια αγωγή αποζημίωσης θα μπορούσε να παράσχει στην προσφεύγουσα επαρκή αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε από την υποτιθέμενη παράνομη κράτησή της στο αστυνομικό τμήμα. Η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι η καταγγελία ήταν απαράδεκτη επειδή η προσφεύγουσα δεν είχε υποστεί σημαντικό μειονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (β). Ανέφερε επίσης ότι ο υποτιθέμενος περιορισμός των δικαιωμάτων της διήρκεσε μόνο μία ώρα. Συνεπώς, ζήτησαν από το Δικαστήριο να κηρύξει την αίτηση προδήλως αβάσιμη.

Η προσφεύγουσα επέμεινε ότι είχε τηρήσει τις προϋποθέσεις παραδεκτού. Υποστήριξε ότι ήταν θύμα de facto κράτησης, καθώς δεν υπήρχε επίσημο αρχείο για τη σύλληψη ή την κράτησή της. Τόνισε ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια για να ζητήσει αποζημίωση για την παράνομη κράτησή της στο αστυνομικό τμήμα. Υποστήριξε επίσης ότι υπέστη σημαντικό μειονέκτημα, καθώς είχε στερηθεί την ελευθερία της με τη βία για άκυρο λόγο.

Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η κράτησή της στο αστυνομικό τμήμα ήταν αυθαίρετη, καθώς το διοικητικό πρόστιμο που της επιβλήθηκε και η έρευνα της UYAP θα μπορούσαν να είχαν διεξαχθεί στον τόπο του συμβάντος. Ισχυρίστηκε ότι οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα μόνο και μόνο επειδή ήταν τρανς. Προς υποστήριξη των ισχυρισμών της και με στόχο να καταδείξει ότι τα διεμφυλικά άτομα υφίστανται τακτικά διακρίσεις στην Τουρκία, υποστήριξε ότι περισσότερα από 30 άτομα συνελήφθησαν στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της παρέλασης υπερηφάνειας των ΛΟΑΤ το 2017 και ότι η κυβέρνηση απαγόρευσε ένα φεστιβάλ ταινιών LGBT την ίδια χρονιά.

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι απαιτήσεις του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης πληρούνται στην παρούσα υπόθεση. Υποστήριξαν ότι η κράτηση της προσφεύγουσας συνίστατο σε σύντομη περίοδο αναμονής για την ολοκλήρωση των συνήθων επίσημων διαδικασιών και ότι δεν κρατήθηκε σε κελί κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος. Υποστήριξαν ότι οι αστυνομικοί πήγαν την προσφεύγουσα στο αστυνομικό τμήμα για να την σταματήσουν από το να θέσει σε κίνδυνο την κυκλοφορία. Υποστήριξαν επίσης ότι η αστυνομία έχει καθήκον να αποτρέπει, να αναχαιτίζει και να απαγορεύει συμπεριφορές που παραβιάζουν τους κανόνες της δημόσιας ηθικής. Υποστήριξαν επίσης ότι η κράτηση της προσφεύγουσας ήταν σύμφωνη με το στοιχείο β’ του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ, καθώς αφέθηκε ελεύθερη αμέσως μετά την ολοκλήρωση των επίσημων διαδικασιών.

Στις παρατηρήσεις της, η Κυβέρνηση αναφέρθηκε σε διάφορες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Πρώτον, υποστήριξε ότι στην περίπτωση της Başbakkal Kara κατά Τουρκίας της 17.10.2017, αρ. προσφ. 49752/07), το Δικαστήριο έκρινε ότι η κράτηση της προσφεύγουσας στο αστυνομικό τμήμα για περίπου δύο ώρες συμμορφωνόταν με τις διατάξεις του άρθρου 5 § 1 (β) της Σύμβασης, καθώς δεν είχε συνεργαστεί με την αστυνομία όταν της ζητήθηκε να υποβάλει την ταυτότητά της κατά τη διάρκεια διαδήλωσης. Ανέφεραν επίσης ότι, στην περίπτωση της Ostendorf κατά Γερμανίας της 07.03.2013, αρ. προσφ. 15598/08, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κράτηση του προσφεύγοντος στο αστυνομικό τμήμα για τέσσερις ώρες για να τον εμποδίσει να οργανώσει μια διαμάχη μεταξύ χούλιγκαν πριν από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης. Η Κυβέρνηση σημείωσε επίσης ότι στην απόφασή του στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο τόνισε ότι η προσφεύγουσα δεν συμμορφώθηκε με τις αστυνομικές εντολές να παραμείνει με την ομάδα που συνοδεύτηκε στο γήπεδο ποδοσφαίρου από την αστυνομία.

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της ότι υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού της, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να αποδείξει ότι υπέστη διαφορετική μεταχείριση από τους άλλους. Τόνισαν ότι ο γενετήσιος προσανατολισμός της δεν έπαιξε ρόλο στο διοικητικό πρόστιμο που της επιβλήθηκε ή στην κράτησή της στο αστυνομικό τμήμα.

Τα τρίτα μέρη, Transgender Europe, ILGA-Europe και ICRSE, στις παρεμβάσεις τους αναφέρθηκαν σε μελέτες και εκθέσεις αρκετών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνών οργανισμών και υποστήριξαν ότι ένας σημαντικός αριθμός διεμφυλικών ιερόδουλων στην Τουρκία βιώνει σωματική βία και λεκτική επίθεση από την αστυνομία. Πρόσθεσαν ότι, καθώς η εργασία στο σεξ στο δρόμο είναι παράνομη σε αυτή τη χώρα, οι τρανς σεξεργάτριες υπόκεινται τακτικά σε πρόστιμα, κράτηση, εκβιασμό και βία από την αστυνομία. Σημείωσαν επίσης τις δυσκολίες απόδειξης του προφίλ της αστυνομίας που υπέστησαν οι τρανσέξουαλ ιερόδουλες, καθώς, σε πολλές περιπτώσεις, η σύλληψή τους δεν καταγράφηκε σωστά στα μητρώα της αστυνομίας. Υποστήριξαν ότι τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλαν με τις παρατηρήσεις τους θα μπορούσαν να μεταθέσουν το βάρος της απόδειξης στην Κυβέρνηση ώστε η τελευταία να δικαιολογήσει ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 14 στην παρούσα υπόθεση.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα που είχε στη διάθεσή της, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης, ο προσφεύγων θα πρέπει κανονικά να προσφύγει σε ένδικα μέσα που είναι διαθέσιμα και επαρκή για να παράσχουν αποζημίωση σε σχέση με τις προβαλλόμενες παραβιάσεις. Η ύπαρξη των επίμαχων ενδίκων βοηθημάτων πρέπει να είναι αρκούντως βέβαιη όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην πράξη, ειδάλλως δεν θα έχουν την απαιτούμενη δυνατότητα προσβασιμότητας και αποτελεσματικότητας (βλ. Vernillo κατά Γαλλίας της 20.02.1991, § 27, σειρά A αριθ. 198, και Johnston κ.α. 18).

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με τις καταγγελίες της βάσει του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ στο πλαίσιο της ατομικής προσφυγής της στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέτασε το βάσιμο των εν λόγω αιτιάσεων και τις έκρινε απαράδεκτες ως προδήλως αβάσιμες με την απόφασή του της 15.02.2017.

Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι, λαμβανομένης υπόψη της υπεροχής και του κύρους του Συνταγματικού Δικαστηρίου στο τουρκικό δικαστικό σύστημα, και λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε ένα τέτοιο ανώτατο δικαστήριο σχετικά με τις εν λόγω αιτιάσεις, η αγωγή για την άσκηση αποζημίωσης δεν είχε, και εξακολουθεί να μην έχει, καμία πιθανότητα να ευδοκιμήσει (βλ. απόφαση Akgün v. Τουρκία, τεύχος 19699/18, §§ 115-116, 20-07-2021). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν υποχρεωμένη να εξαντλήσει αυτό το ένδικο μέσο.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων.

Όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου της Κυβέρνησης λόγω έλλειψης σημαντικού μειονεκτήματος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, μετά την έναρξη ισχύος του Πρωτοκόλλου 15 την 1η Αυγούστου 2021, θεώρησε ότι ο κανόνας που περιέχεται στο άρθρο 35 παράγραφος 3 στοιχείο β’ της Σύμβασης αποτελείται από δύο κριτήρια: πρώτον, αν ο προσφεύγων έχει υποστεί «σημαντικό μειονέκτημα» και δεύτερον, κατά πόσον ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποχρεώνει το Δικαστήριο να εξετάσει την υπόθεση [βλ. 40761/19, § 22 της 7-9-2019).

Το πρώτο ερώτημα, αν η προσφεύγουσα υπέστη «σημαντικό μειονέκτημα», αποτελεί το κύριο στοιχείο. Εμπνεόμενο από τη γενική αρχή de minimis non curat praetor, αυτό το πρώτο κριτήριο του κανόνα στηρίζεται στην παραδοχή ότι η παραβίαση ενός δικαιώματος, όσο πραγματική και αν είναι από καθαρά νομική άποψη, πρέπει να επιτυγχάνει ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας ώστε να δικαιολογείται εξέταση από διεθνές δικαστήριο. Η εκτίμηση αυτού του ελάχιστου επιπέδου είναι, από τη φύση των πραγμάτων, σχετική και εξαρτάται από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης. Η σοβαρότητα μιας παράβασης θα πρέπει να αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις υποκειμενικές αντιλήψεις του εκάστοτε προσφεύγοντος όσο και το τι διακυβεύεται αντικειμενικά σε μια συγκεκριμένη υπόθεση (βλ. μεταξύ άλλων αρχών, Biržietis κατά Λιθουανίας της 14.06.2016, αρ. προσφ. 49304/09 § 36). Με άλλα λόγια, η απουσία οποιουδήποτε «σημαντικού μειονεκτήματος» μπορεί να βασίζεται σε κριτήρια όπως ο οικονομικός αντίκτυπος της διαφοράς ή η σημασία της υπόθεσης για τον προσφεύγοντα. Ωστόσο, η υποκειμενική αντίληψη του προσφεύγοντος δεν αρκεί από μόνη της για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι έχει υποστεί σημαντικό μειονέκτημα. Η υποκειμενική αντίληψη πρέπει να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά των υπό κρίση υποθέσεων, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση αφορά ζήτημα αρχής για την προσφεύγουσα, δηλαδή το δικαίωμά της βάσει του άρθρου 5 § 1 να μην στερηθεί την προσωπική ελευθερία της. Το Δικαστήριο έχει επαναλάβει τη σημασία της προσωπικής ελευθερίας σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα υπέστη μειονέκτημα το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέο. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης.

Το Στρασβούργο επισήμανε ότι η προσφυγή δεν ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, επισήμανε ότι δεν είναι απαράδεκτη για κανέναν άλλο λόγο. Επομένως, έπρεπε να κριθεί παραδεκτή.

Β) ΑΡΘΡΟ 5 ΠΑΡ. 1 ΤΗΣ ΕΣΔΑ

Το Δικαστήριο επισήμανε, πρώτον, ότι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η προσφεύγουσα κρατήθηκε στο αστυνομικό τμήμα δεν υπερέβη τις δύο ώρες. Ως εκ τούτου, θεώρησε ότι το πρώτο ζήτημα που πρέπει να καθοριστεί είναι αν η προσφεύγουσα στερήθηκε την προσωπική ελευθερία της κατά την έννοια του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπήρξε στέρηση της ελευθερίας, αφετηρία πρέπει να είναι η υφιστάμενη κατάσταση του ενδιαφερομένου και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ένα σύνολο παραγόντων που ανακύπτουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως το είδος, η διάρκεια, τα αποτελέσματα και ο τρόπος εκτέλεσης του επίμαχου μέτρου. Η διάκριση μεταξύ στέρησης και περιορισμού της ελευθερίας είναι απλώς διάκριση βαθμού ή έντασης και όχι διάκρισης φύσης ή ουσίας. Μολονότι η διαδικασία κατάταξης στη μία ή την άλλη από τις κατηγορίες αυτές αποδεικνύεται ενίοτε ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση, δεδομένου ότι ορισμένες οριακές υποθέσεις αποτελούν ζήτημα απλής γνώμης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφύγει την εκτίμηση από την οποία εξαρτάται η δυνατότητα εφαρμογής ή το ανεφάρμοστο του άρθρου 5

Όσον αφορά τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η Κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 5 στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα παρά τη θέλησή της και δεν ήταν ελεύθερη να εγκαταλείψει το χώρο χωρίς την άδεια των αστυνομικών. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε ένα στοιχείο εξαναγκασμού το οποίο, παρά τη σύντομη διάρκεια της κράτησης, ήταν ενδεικτικό στέρησης της ελευθερίας κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα στερήθηκε την ελευθερία της κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έπρεπε να εξακριβώσει αν η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 § 1. Επανέλαβε, επομένως, ότι ο κατάλογος των εξαιρέσεων από το δικαίωμα στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο, είναι εξαντλητικός και ότι μόνον η στενή ερμηνεία των εξαιρέσεων αυτών συνάδει με τον σκοπό της διάταξης αυτής, ήτοι να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν στερείται αυθαίρετα την ελευθερία του.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η στέρηση της ελευθερίας της προσφεύγουσας σαφώς δεν ενέπιπτε στα εδάφια α), δ), ε) και στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 5. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο εξέτασε εάν η στέρηση της ελευθερίας της ενέπιπτε στα στοιχεία β) ή γ).

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, στις παρατηρήσεις της, η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η κράτηση της προσφεύγουσας ήταν δικαιολογημένη σε σχέση με το άρθρο 5 παρ. 1 στ. β. Υποστήριξαν ότι σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 2559, οι αστυνομικοί είχαν καθήκον να θέσουν τέλος στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας που έθετε σε κίνδυνο την οδική ασφάλεια. Δήλωσαν επίσης ότι η κράτησή της είχε λήξει αμέσως μετά την ολοκλήρωση των επίσημων διαδικασιών στο αστυνομικό τμήμα.

Δείτε Επίσης

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η κράτηση επιτρέπεται βάσει του εδ. β’ του άρθρου 5 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για να «εξασφαλίσει την εκπλήρωση οποιασδήποτε υποχρέωσης που προβλέπεται από το νόμο». Αφορά περιπτώσεις στις οποίες ο νόμος επιτρέπει την κράτηση ενός προσώπου για να το υποχρεώσει να εκπληρώσει μια πραγματική και ειδική υποχρέωση που του έχει ήδη επιβληθεί και την οποία μέχρι τότε δεν εκπλήρωσε (Epple κατά Γερμανίας της 24.03.2005, αριθ. 77909/01 § 37). Η σύλληψη και η κράτηση πρέπει να αποσκοπούν στην εκπλήρωση της υποχρέωσης και όχι στον κατασταλτικό χαρακτήρα. Μόλις εκπληρωθεί η σχετική υποχρέωση, η βάση για την κράτηση σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 στοιχείο β’ παύει να υφίσταται.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με την έκθεση της αστυνομίας, οι αστυνομικοί είχαν οδηγήσει την προσφεύγουσα στο αστυνομικό τμήμα προκειμένου να εξακριβώσουν στο UYAP εάν ήταν μεταξύ εκείνων που καταζητούνταν από την αστυνομία και να της επιβάλουν διοικητικό πρόστιμο για διακοπή της κυκλοφορίας. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα μέρη δεν διαφώνησαν ότι, στην πράξη, οι επαληθεύσεις UYAP και η έκδοση διοικητικών προστίμων εκτελούνται κανονικά στον τόπο του συμβάντος χωρίς να οδηγείται ο ενδιαφερόμενος στο αστυνομικό τμήμα. Εξάλλου, η Κυβέρνηση δεν υποστήριξε ότι αυτό ήταν αδύνατο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και δεν μπορούν να διακριθούν εμπόδια στη διενέργεια ελέγχου UYAP και στην έκδοση του διοικητικού προστίμου στον τόπο του συμβάντος από τα έγγραφα της δικογραφίας ή από οποιαδήποτε εγχώρια απόφαση.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η δικογραφία δεν περιέχει καμία πληροφορία από την οποία να προκύπτει ότι οι αστυνομικοί είχαν ζητήσει από την προσφεύγουσα να σταματήσει να παρακωλύει την κυκλοφορία πριν την οδηγήσουν στο αστυνομικό τμήμα. Επιπλέον, από τη δικογραφία δεν προέκυπτε ότι η μεταφορά της προσφεύγουσας στο αστυνομικό τμήμα ήταν ο μόνος δυνατός τρόπος για να αποτραπεί η διακοπή της κυκλοφορίας.

Πέραν των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι ούτε από τις εκθέσεις της αστυνομίας ούτε από την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου προέκυπτε ότι η προσφεύγουσα είχε αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητά της ή να συνεργαστεί με τους αστυνομικούς. Ως προς το συγκεκριμένο αυτό σημείο, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρέθεσε ανωτέρω η Κυβέρνηση. Στις υποθέσεις Başbakkal Kara και Ostendorf, οι προσφεύγοντες είχαν αρνηθεί είτε να συνεργαστούν με την αστυνομία είτε να υπακούσουν στις εντολές τους. Στην πρώτη περίπτωση, η προσφεύγουσα είχε συμμετάσχει σε διαδήλωση και αρνήθηκε να επιδείξει τα έγγραφα ταυτότητάς της στην αστυνομία. Στην τελευταία περίπτωση, ο προσφεύγων, οπαδός ποδοσφαίρου, προσπάθησε να αποφύγει την αστυνομική παρακολούθηση.

Υπό το πρίσμα των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο διαφώνησε με τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η προσφεύγουσα συνελήφθη προκειμένου να «εξασφαλιστεί η εκπλήρωση μιας υποχρέωσης που προβλέπεται από το νόμο». Επομένως, η προσαγωγή της στο αστυνομικό τμήμα δεν ήταν δικαιολογημένη βάσει του δεύτερου σκέλους του άρθρου 5 § 1 στ. β’.

Επομένως, απέμενε να καθοριστεί αν η στέρηση της ελευθερίας της προσφεύγουσας ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του στ. γ’. Όπως προαναφέρθηκε, η προσφεύγουσα οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα για έλεγχο UYAP και επιβολή διοικητικού προστίμου για διακοπή της κυκλοφορίας. Η Κυβέρνηση δεν επεδίωξε να υποστηρίξει ότι η διακοπή της κυκλοφορίας αποτελεί ποινικό αδίκημα ή ότι η προσφεύγουσα είχε διαπράξει ή επρόκειτο να διαπράξει οποιαδήποτε άλλη εγκληματική πράξη. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι στην παρούσα υπόθεση δεν είχε κινηθεί ποινική διαδικασία εναντίον της, ούτε ο εισαγγελέας είχε ενημερωθεί για το περιστατικό.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η κράτηση για προληπτικούς σκοπούς δεν δικαιολογείται βάσει του άρθρου 5 § 1.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 14

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 14 της Σύμβασης παρέχει προστασία κατά των διακρίσεων, δηλαδή διαφορετική μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται σε συναφείς παρόμοιες καταστάσεις χωρίς αντικειμενική και εύλογη δικαιολογία.

Η διαφορετική μεταχείριση μπορεί επίσης να λάβει τη μορφή δυσανάλογα επιζήμιων συνεπειών μιας γενικής πολιτικής ή μέτρου το οποίο, μολονότι διατυπώνεται με ουδέτερους όρους, εισάγει δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος μιας ομάδας. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να συνιστά «έμμεση διάκριση», η οποία δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη πρόθεση δυσμενούς διάκρισης (Biao κατά Δανίας της 24.05.2016 [GC], αρ. προσφ. 38590/10, §§ 91 και 103).

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει επανειλημμένα διευκρινίσει ότι, κατά την εξέταση των υποθέσεων των οποίων έχει επιληφθεί από άποψη αποδείξεων, εφαρμόζει συνήθως την αρχή affirmanti incumbit probation (ο αιτών πρέπει να αποδείξει τον ισχυρισμό του). Μόνον όταν ο προσφεύγων αποδείξει διαφορετική μεταχείριση το βάρος απόδειξης μετατίθεται στην Κυβέρνηση για να αποδείξει ότι ήταν δικαιολογημένο. Κατά πάγια νομολογία της, η απόδειξη μπορεί να προκύπτει από τη συνύπαρξη αρκούντως ισχυρών, σαφών συμπερασμάτων ή παρόμοιων μη αμφισβητούμενων πραγματικών τεκμηρίων. Επιπλέον, ο βαθμός πειθούς που απαιτείται για τη συναγωγή συγκεκριμένου συμπεράσματος και, συνεπώς, η κατανομή του βάρους απόδειξης συνδέονται άρρηκτα με την ιδιαιτερότητα των πραγματικών περιστατικών, τη φύση του προβαλλόμενου ισχυρισμού και τα επίμαχα δικαιώματα βάσει της Σύμβασης.

Στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα, ενώ οι αστυνομικοί θα μπορούσαν να έχουν ολοκληρώσει τις απαραίτητες επίσημες διαδικασίες στον τόπο του συμβάντος. Κατήγγειλε ότι οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα λόγω της σεξουαλικής της ταυτότητας.

Μολονότι ήταν κατανοητή η αγωνία της προσφεύγουσας λόγω της κράτησής της στο αστυνομικό τμήμα χωρίς επαρκή νομική βάση, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι αυτό δεν μπορεί να εκληφθεί ως ένδειξη οποιασδήποτε συμπεριφοράς που εισάγει διακρίσεις εκ μέρους των εθνικών αρχών. Από την άλλη, το γεγονός ότι τα επίσημα έγγραφα που συντάσσονται από τους αστυνομικούς υπαλλήλους και η απόφαση του εθνικού διακστηρίου δεν περιέχουν καμία δήλωση που να υποδηλώνει την ύπαρξη κινήτρων που εισάγουν διακρίσεις και τα οποία μπορούν να αποδοθούν στις εθνικές αρχές, δεν αρκεί για να θεωρηθεί αβάσιμη η καταγγελία της προσφεύγουσας.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η προσφεύγουσα υποχρεούτο να προσκομίσει εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία ότι το προσβαλλόμενο μέτρο είχε πρόθεση ή αποτέλεσμα που εισάγει δυσμενείς διακρίσεις (Aksu κατά Τουρκίας [GC], αριθ. 4149/04 και 41029/04, § 45, ΕΣΔΑ 2012). Τόνισε ότι η καταγγελία της προσφεύγουσας συνοδευόταν επίσης από ορισμένα στοιχεία που αποσκοπούσαν να αποδείξουν ότι τα διεμφυλικά άτομα υφίστανται τακτικά διακρίσεις από τις τουρκικές εθνικές αρχές. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, οι πληροφορίες αυτές πρέπει να φαίνονται αξιόπιστες και σημαντικές στο πλαίσιο κριτικής εξέτασης, προκειμένου να θεωρούνται επαρκείς για να αποτελέσουν τα εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία που οφείλει να προσκομίσει η προσφεύγουσα. Βεβαίως, διάφορες οργανώσεις ανέφεραν ότι τα διεμφυλικά άτομα υποβάλλονταν τακτικά σε πρόστιμα και κράτηση στην Τουρκία. Ωστόσο, μολονότι το Δικαστήριο έχει επίγνωση του γεγονότος ότι οι προσφεύγοντες ενδέχεται να δυσκολεύονται να αποδείξουν δυσμενή διάκριση υπό ορισμένες περιστάσεις, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει τυχόν περιστάσεις που θα μπορούσαν να υποδηλώνουν ότι η αστυνομία την είχε οδηγήσει στο αστυνομικό τμήμα λόγω της σεξουαλικής της ταυτότητας, ή που θα μπορούσε να οδηγήσει στο τεκμήριο που απαιτείται για την αντιστροφή του βάρους απόδειξης σε εθνικό επίπεδο ως προς την ύπαρξη οποιουδήποτε κινήτρου που εισάγει διακρίσεις. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν βρήκε κανένα λόγο να αποκλίνει από το συμπέρασμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε πληροφορίες ή πορίσματα για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της περί δυσμενούς μεταχείρισης.

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης απαραίτητο να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν κατήγγειλε ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου και στην προσφυγή της ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου ότι οι εγχώριες αρχές παρέλειψαν να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς της βάσει του άρθρου 14. Σημείωσε επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν άσκησε αγωγή ούτε μήνυση κατά των αστυνομικών που την είχαν οδηγήσει στο αστυνομικό τμήμα. Ενώπιον των εθνικών αρχών, ζήτησε μόνο την ακύρωση του διοικητικού προστίμου προφανώς χωρίς να κάνει χρήση οποιασδήποτε άλλης νομικής ενέργειας. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι τέτοιες νομικές ενέργειες ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν. Ούτε ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν εμπόδια στη χρήση τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΕΔΔΑ δεν ήταν σε θέση να εξετάσει κατά πόσον οι εγχώριες αρχές διενήργησαν αποτελεσματική έρευνα ως προς το ζήτημα αυτό (σύγκριση με την απόφαση Basu κατά Γερμανίας της 18.10.2022, αριθ. προσφ. 215/19 §§ 31-39) όπου το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8, θεωρώντας ότι οι αρχές απέτυχαν να διερευνήσουν επαρκώς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για φυλετικό προφίλ.

Εν ολίγοις, αφού εξέτασε όλα τα κρίσιμα στοιχεία, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι αποδείχθηκε ότι η σεξουαλική ταυτότητα της προσφεύγουσας διαδραμάτισε ρόλο στην προσέλευσή της στο αστυνομικό τμήμα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είχε υποστεί διαφορετική μεταχείριση λόγω της σεξουαλικής της ταυτότητας.

Το ΕΔΔΑ δε διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5.

Δίκαιη Ικανοποίηση (Άρθρο 41)

Η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε αίτημα δίκαιης ικανοποίησης, επομένως το Δικαστήριο δεν επιδίκασε αποζημίωση (επιμέλεια: echrcaselaw.com).

 

Νέα | T-zine.gr | 09.02.2023

 

© T-zine.gr – από την ιστοσελίδα του echrcaselaw

– Ακολουθείστε την ιστοσελίδα στο facebook του t-zine.

 

Ποια είναι η αντίδρασή σας;
Μου αρέσει
0
Ουάου
0
Τέλειο
0
Δείτε τα σχόλια (0)

Αφήστε Ένα Σχόλιο

Η email διεύθυνση σας δεν θα δημοσιευθεί