Γράφει ο Τάκης Σπετσιώτης
Το πορτραίτο της σκιάς

Ενώ προχωρούσε ο Σεπτέμβρης, κι ιδίως αν ψύχραινε και κάπως ο καιρός, συναντιόταν, νοερά, συχνά μ’ εκείνον τον Σεπτέμβρη του ’71. Βρισκόταν στο πλοίο για τον Πειραιά, μόνος χαζεύοντας τα κύματα, ονειροπολώντας τη δική του τη ζωή με φράσεις από ξένα, εφηβικά τραγούδια σε πεζό ρυθμό: “Tώρα η πόλη σε καλεί από καιρό. Το όνειρο. Το δέος. Η άγνωστη πόλη. Οι κλειστές θύρες.Οι άνθρωποι που όλο τρέχουν, που σ’ αφήνουν μόνο…”
Βέβαια εκείνο το παράξενο διήγημα “Ο ΄Άλλος”, με το ίδιο θέμα, πού’χε δημοσιεύσει ο Υιός της Νύχτας σ’ ένα μισοτριμμένο κατοχικό λαϊκό περιοδικό, δεν τό’ξερε ακόμη – χρόνια πολλά μετά τό’χε μαζέψει από ένα καρότσι του δρόμου. Κι από τότε που το διάβασε, πάντα συνέδεε (κυρίως όταν ήταν μελαγχολικός και σκοτισμένος), τα λόγια του με κείνον τον Σεπτέμβρη του ’71, με τη δική του τη ζωή.
Ο ένας, έλεγε το διήγημα, – Νάσος τ’ όνομά του-, καθισμένος σ’ ένα βαγόνι τραίνου ερχότανε στην πόλη απ’ το χωριό του. Κι ο άλλος, καθιστός στο τραίνο, απέναντί του – “δυο μάτια μόνο κουρασμένα και στεγνά, δυο μάτια ξέθωρα που, από τον τρόπο που κυττούσαν, φαίνονταν πως είχαν δει πολλά… ένας νέος με πρόσωπο στεγνό καθώς τα μάτια του-, ένας νέος δίχως ηλικία… Και τα μάτια του που τού μιλούσαν δίχως καν ο Νάσος να τα κυττάζει:
“- Πού πας, πού πας μες στον μεγάλο κόσμο; Ο κόσμος είναι μια βαθειά, θανάσιμη παγίδα! Θα συμπαρασυρθής απ’ τους τροχούς του και θα γίνης λυώμα, λυώμα, λυώμα! Γύρισε στον τόπο σου, στο ταπεινό σου σπίτι και κλείσε τα παράθυρα καλά…”
Τώρα, σαράντα τόσα χρόνια μετά απ’ το φθινόπωρο εκείνο του ’71, είχε δει κι αυτός πολλά : Σκιές που γλυστρούσαν κυνηγημένες απ’ τη νύχτα τυλιγμένες στο σκοτάδι… στρατιώτες που περνούσαν… αεροπόρους μες στις φυλλωσιές των δέντρων… ναύτες κάτω από τις φωτεινές επιγραφές των κινηματογράφων… σκιές στην εκπλήρωση του πόθου μες στο σκοτάδι, όταν η πόλη πλημμύριζε από φως… σκιές παράνομης ύπαρξης.. κυνηγημένης κοινωνικής υπόστασης…, σκιές περιπολικών της Αστυνομίας στα δάση της πόλης και στις ύποπτες συνοικίες του λιμανιού. Και, ώρες -ώρες, κάτω από νυσταγμένα φεγγάρια, με το τραίνο απ’ το σιδηροδρομικό σταθμό, κατάκοπος γυρίζοντας στο σπίτι, θαρρούσε – όταν ήταν κουρασμένος, κυρίως, απελπισμένος-, πως έβλεπε απέναντί του κείνα τα μάτια του διηγήματος “Ο ΄Αλλος’”, συλλογιζόμενος πώς κανείς δεν βγήκε ποτέ φευγάτος απ’ το πορτραίτο της σκιάς, πάντα ήταν πολύ αργά, πάντα αντίθετα προς την ηθική τάξη, ενώ κείνα τα μάτια του άγνωστου νέου χωρίς ηλικία δεν έπαυαν ποτέ να του μιλούν :
“-…βούλωσε τις χαραμάδες, μην έμπουν μέσα υποσχέσεις δολερές, της μακρυνής σειρήνας – της ζωής!”
Κύριε, Κύριε πότε η μέρα θα γίνει φωτεινή, κι ως πότε η νύχτα το σκοτάδι θα πολεμάει; – θυμότανε απ’ τη πόλη τη μικρή, απ’ την πατρίδα του μια προσευχή, σαν φυλαχτό να τον φυλάει.
© T-zine.gr
Ποια είναι η αντίδρασή σας;

Ο Τάκης Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954, και μεγάλωσε στην Ερμιόνη. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο "Χυτήριο", 1999-2001. Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999). Συγγραφέας επίσης των: Γραμματικός σ' ένα παιδί του δρόμου, Άγρα 2009, Το άλλο κρεβάτι, Άγρα 2009, Τριανδρίες και Σία, Άγρα 2007, Ταχτσής - Δεν ντρέπομαι, Πολύχρωμος Πλανήτης 2006, Δελτίον ταυτότητος, Άγρα 2003 Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου, Οδός Πανός 1996